ξέστης

Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ου, ὁ, formed from Lat.

   A sextarius, a Roman measure nearly = 1 pint, IG7.3498.54 (Oropus), J.AJ9.4.4, AP11.298, Gal.13.435, Damocr. ap. eund.13.989,IG42(1).93(Epid., iii/iv A.D.), Phlp.in APr. 27.19.    II pitcher, cup, Ev.Marc.7.4, POxy.921.23 (iii A.D.), Harp.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).139.

German (Pape)

[Seite 278] ὁ, ein Maaß für flüssige u. trockne Dinge, sextarius der Römer, Galen. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξέστης: -ου, ὁ, = τῷ Λατ. sextarius, εἶναι δὲ τύπος ἐφθαρμένος, ᾧ ἐχρῶντο οἱ ἐν Σικελίᾳ Ἕλληνες (πρβλ. λίτρα), Ἀνθ. Π. 11. 298, Δαμοκράτ. παρὰ Γαλην., Καιν. Διαθ.· - ἐντεῦθεν ὑποκορ. ξεστίον, τό, Συνέσ.· - ἐπίθ. ξεστιαῖος, α, ον, ὁ περιέχων ἕνα ξέστην, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
setier, mesure d’un sixième de χοῦς pour les liquides et les matières sèches.
Étymologie: ξέω.