κολοσσοποιός

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοσσοποιός Medium diacritics: κολοσσοποιός Low diacritics: κολοσσοποιός Capitals: ΚΟΛΟΣΣΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kolossopoiós Transliteration B: kolossopoios Transliteration C: kolossopoios Beta Code: kolossopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of colossal statues, Hero *Deff.135.13.

German (Pape)

[Seite 1475] Kolosse machend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κολοσσοποιός: -όν, κατασκευάζων κολοσσιαῖα ἀγάλματα ἢ ἀνδριάντας, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡλιοδ. Ὀπτικ.

Greek Monolingual

κολοσσοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει κολοσσούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + -ποιός (< ποιῶ) πρβλ. ανδριαντο-ποιός, οινο-ποιός.