ἐπίγναφος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον,
A cleaned, of clothes, Poll.7.77; cf. δευτερουργός II.
German (Pape)
[Seite 933] wieder aufgewalkt, neu aufgekratzt, nach Poll. 7, 77 späterer Ausdruck für δευτερουργός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίγνᾰφος: -ον, ἐπεσκευασμένος, Σουΐδ. ἐν λέξει παλιναίρετα, Πολυδ. Ζ΄, 77· πρβλ. δευτερουργός.