ποτιδέγμενος
From LSJ
English (LSJ)
ποτιδέχνυσο,
A v. προσδέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ποτῐδέγμενος: Δωρ. μετοχ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ὁμήρ.· ἴδε προσδέχομαι.
French (Bailly abrégé)
v. προσδέχομαι.
Full diacritics: ποτιδέγμενος | Medium diacritics: ποτιδέγμενος | Low diacritics: ποτιδέγμενος | Capitals: ΠΟΤΙΔΕΓΜΕΝΟΣ |
Transliteration A: potidégmenos | Transliteration B: potidegmenos | Transliteration C: potidegmenos | Beta Code: potide/gmenos |
ποτιδέχνυσο,
A v. προσδέχομαι.
ποτῐδέγμενος: Δωρ. μετοχ. ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ὁμήρ.· ἴδε προσδέχομαι.
v. προσδέχομαι.