κατώρης

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώρης Medium diacritics: κατώρης Low diacritics: κατώρης Capitals: ΚΑΤΩΡΗΣ
Transliteration A: katṓrēs Transliteration B: katōrēs Transliteration C: katoris Beta Code: katw/rhs

English (LSJ)

ες,

   A = κάτω ῥέπων, Hsch. (κατωρής cod.).

Greek (Liddell-Scott)

κατώρης: -ες, = κατήρης, «κάτω ῥέπων» Ἡσύχ., μετ’ ἐσφαλ. τονισμοῦ κατωρής· ἴδε Λοβεκ. Ἀνθ. Π. 275.

Greek Monolingual

κατώρης, -ώρες (Α)
1. δ. γρφ. του κατάρης
2. (κατά τον Ησύχ.) «κάτω ῥέπων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ώρης (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), πρβλ. αυτ-ώρης, νε-ώρης. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].