δύσλεκτρος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
ον,
A ill-wedded, Sch.S.El.492.
German (Pape)
[Seite 683] unglücklich vermählt, Schol. Soph. El. 492.
Greek (Liddell-Scott)
δύσλεκτρος: -ον, κακοῦ γάμου τυχών, Σχόλ. Σοφ. Ἠλ. 492.
Spanish (DGE)
-ον
de lecho infame δύσλεκτρα καὶ κακόνυμφα (ἁμιλλήμαθ') glos. a ἄλεκτρ' ἄνυμφα Sch.S.El.492P.