σταδιάζω

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source

Greek (Liddell-Scott)

σταδιάζω: μετρῶ κατὰ στάδια - μεταφορ., ὁ σταδιάζων (ἐξυπακ. λόγος), εἰκασία, Mar. Victor. εἰς Κικ. Ρητ.

Greek Monolingual

Α στάδιον
1. μετρώ κατά στάδια
2. φρ. «σταδιάζων λόγος»
μτφ. εικασία (Μάρ. Βικτ.).