παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
Full diacritics: ἐξεταστέον | Medium diacritics: ἐξεταστέον | Low diacritics: εξεταστέον | Capitals: ΕΞΕΤΑΣΤΕΟΝ |
Transliteration A: exetastéon | Transliteration B: exetasteon | Transliteration C: eksetasteon | Beta Code: e)cetaste/on |
A one must scrutinize, Pl.R.599a, Gal.1.357; one must examine carefully, ὅπως . . Jul.Or.7.226d.
ἐξεταστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐξετάζω, δεῖ ἐξετάζειν, Πλάτ. Πολ. 599Α.
ἐξεταστέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να εξετάσει, να ελέγξει, σε Πλάτ.