ἑσπέριος
English (LSJ)
α, ον, and ος, ον E.HF 395 (lyr.): (ἕσπερος): I of Time, towards evening, Hom., esp. in Od., usu. with Verbs, ἑ. δ' εἰς ἄστυ..κάτειμι Od.15.505 ; ἑσπερίους ἀγέρεσθαι ἀνώγει 2.385 ; ἀπονέεσθαι ἑ. 9.452 ; ἑ. φλέγεν Pi.N.6.38 ; ἑσπερίῃσι (sc. ὥραις) at eventide, Opp.C.1.138, cf. Man.2.422 ; ἄχρι ἑσπερίου (sc. χρόνου) Arist.HA619b21 (v. ἀκρέσπερος); ἑ. ἀοιδαί songs sung at even, Pi.P.3.19 : in late Prose, ἑσπέριος [γένεσις] Vett.Val. 72.21. II of Place, western, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑ. ἀνθρώπων Od.8.29, cf. E.l.c. ; ἔριφοι Theoc.7.53 ; ἅλς Arat.407, cf. Call.Fr.443 ; τὰ ἑ. the western parts, Th.6.2, Plu.Ant.30 ; ἀφ' ἑσπερίης (sc. χώρης) from the west, IG14.1020. III Ἑσπέριος, ὁ,=Ἕσπερος, the star, Gal. 17(1).16. (ϝεσπ-, cf. ϝεσπάριοι, of the Western Locrians, IG9(1).334 (v B. C.), Lat. vesper.)
German (Pape)
[Seite 1043] auch 2 Endgn, wie Eur. Herc. f. 395, Strab. III, 150 u. a. Sp.; abendlich, ἀοιδαί Pind. P. 3, 19; ἑσπέριος ἦλθεν, zu Abend, Abends kam er, Od. 9, 336. 15, 505; ἑσπερίους ἀγέρεσθαι ἀνώγει, er ließ sie Abends zusammenkommen, 2, 385; ἑσπέριος φλέγεν Pind. N. 6, 39; ἀνατολαί Plat. Tim. Locr. 96 e; sp. D., wie ἑσπέριος κεῖνός γε τελεῖ τά κεν ἦρι νοήσῃ Callim. Iov. 87. – Von der Himmelsgegend, westlich, ἠὲ πρὸς ήοίων ἢ ἑσπ ερίων ἀνθρώπων Od. 8, 29; Eur. Herc. Fur. 395; ἡ ἑσπερία θάλασσα u. ä., Sp.; τὰ ἑσπέρια, die Westgegend, Plut. Ant. 30; der Westen, Luc. Hermot. 25.