μνηστηροκτόνος

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A suitor-slaying, πατὴρ Οἰνόμαος Sch.Il.1.38.

German (Pape)

[Seite 196] die Freier tödtend, Schol. Il. 1, 38 u. Lycophr. 156.

Greek (Liddell-Scott)

μνηστηροκτόνος: -ον, ὁ τοὺς μνηστῆρας φονεύων, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 38.

Greek Monolingual

μνηστηροκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει τους μνηστήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνηστήρ, -ῆρος + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.