Διονυσίσκος
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
ὁ, Dim. of Διόνυσος,
A person who has bony excrescences on the temples, Heliod. ap. Orib.46.28.2, Gal.19.443.
Greek (Liddell-Scott)
Διονῡσίσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ Διόνυσος·― Διονυσίσκοι, ὀστεώδεις τινὲς ἐπιφύσεις παρὰ τοὺς κροτάφους (κέρατα) Ὀρειβ. 125 Cocch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 Dionisisco o Dioniso niño tít. de un drama satírico de Sófocles Lex.Mess.283.19.
2 anat. protuberancia ósea que nace cerca de los temporales, tb. cuerno de los animales astados, Gal.19.443.