ἐγκατορύσσω
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
Att. ἐγκατορύττω, bury in:—Pass., ἐγκατωρύχθαι τὴν ψυχὴν ἐν τῷ σώματι D.H.Rh.6.5, cf. Jul.Or.6.189c.
German (Pape)
[Seite 706] darin vergraben, D. Hal. rhet. 5 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατορύσσω: Ἀττ. -ττω, θάπτω ἔν τινι τόπῳ, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 6. 5.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [perf. med. ἐγκατωρυγμένος Hippol.Haer.5.8.23]
1 tr. enterrar, encerrar, ocultar fig. ᾧ (τὸ σῶμα) τὴν παναθλίαν ψυχὴν ἐγκατώρυξαν Ph.Fr.Gen.1.70, τὸν νοῦν ... τῇ κοιλίᾳ Clem.Al.Paed.2.1.18, cf. Clem.Al.Strom.7.15.92, Origenes M.17.141A, (ψυχάς) τῷ τῆς ἀσεβείας ... βαράθρῳ CCP (536) Act.14 (p.41.35).
2 intr. en v. med. enterrarse, ocultarse ἐν τοῖς βάθεσι τῆς γῆς CCP (536) Act.14 (p.42.3)
•fig., en perf. estar enterrado o encerrado ἡ ψυχὴ ἐν τῷ σώματι D.H.Rh.6.5, cf. Hippol.l.c., Haer.6.25.4, Iul.Or.9.189c, τῷ φορυτῷ τῶν φροντίδων τούτων ἀπειλημμένοι καὶ ἐγκατορωρυγμένοι Chrys.M.63.462.