ἀποθειάζω
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
=ἀποθεόω, Them.Or.20.239d.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθειάζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ θειάζω, Θεμίστ. 239D.
Spanish (DGE)
I c. ac.
1 divinizar c. ac. de pers. αὐτόν Them.Or.20.239d.
2 mirar como cosa divina οἱ πάντες Ἑβραίων θεολόγοι ... τὴν τρίτην καὶ ἁγίαν δύναμιν, ἅγιον πνεῦμα προσειπόντες ἀποθειάζουσιν Eus.PE 7.15.10.
II nombrar encomiásticamente c. ac. pred. Εὐσέβιος ... ὃν οὗτος ἀποθεάζει μέγαν Philost.HE 1.9.