τείχωμα

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τείχωμα Medium diacritics: τείχωμα Low diacritics: τείχωμα Capitals: ΤΕΙΧΩΜΑ
Transliteration A: teíchōma Transliteration B: teichōma Transliteration C: teichoma Beta Code: tei/xwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A gloss on φραγμός, AB314:—in Plb.4.63.2, τε χώμασιν is now restored.

German (Pape)

[Seite 1082] τό, = τεῖχος, f. L. bei Pol. 4, 63.

Greek (Liddell-Scott)

τείχωμα: τό, «φραγμός: τὸ περίφραγμα καὶ τείχωμα ἐντελές, ὅπερ ἐστὶ καὶ αἱμασιὰ» Α. Β. 314· - παρὰ Πολυβ. 4. 63, 2, νῦν διορθοῦται: τε χώμασιν.

Greek Monolingual

τὸ, Α
φραγμός, φράχτης, λιθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος, πλεύρ-ωμα: πλευρά)].