τείχωμα
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
ατος, τό,
A gloss on φραγμός, AB314:—in Plb.4.63.2, τε χώμασιν is now restored.
German (Pape)
[Seite 1082] τό, = τεῖχος, f. L. bei Pol. 4, 63.
Greek (Liddell-Scott)
τείχωμα: τό, «φραγμός: τὸ περίφραγμα καὶ τείχωμα ἐντελές, ὅπερ ἐστὶ καὶ αἱμασιὰ» Α. Β. 314· - παρὰ Πολυβ. 4. 63, 2, νῦν διορθοῦται: τε χώμασιν.
Greek Monolingual
τὸ, Α
φραγμός, φράχτης, λιθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος, πλεύρ-ωμα: πλευρά)].