μεμορυχμένα
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
μυσαρά, κτλ., Hsch. (v. μορύσσω). μεμόσει· μολύνει, Id.
Greek (Liddell-Scott)
μεμορυχμένα: «μυσαρά, μεμολυσμένα, ἠσβολημένα, μεμορωμένα ἅπαντα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μεμορυχμένα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μυσαρά».