κλεμμάδιος

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεμμάδιος Medium diacritics: κλεμμάδιος Low diacritics: κλεμμάδιος Capitals: ΚΛΕΜΜΑΔΙΟΣ
Transliteration A: klemmádios Transliteration B: klemmadios Transliteration C: klemmadios Beta Code: klemma/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,

   A stolen, Pl.Lg.955b, cf. Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1448] verstohlen, gestohlen; ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῦν ὑποδέχηται Plat. Legg. XII, 955 b; VLL., die es κλοπαῖος erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κλεμμάδιος: ᾰ, α, ον, = κλοπαῖος, κλοπιμαῖος, ὁ ἐκ κλοπῆς προερχόμενος, κλαπείς, Πλάτ. Νόμ. 955Β· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

κλεμμάδιος, -ία, -ον (Α)
κλοπιμαίος, αυτός που προέρχεται από κλοπή («ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῡν ὑποδέχηται γιγνώσκων, τὴν αὐτὴν ὑπεχέτω δίκην τῷ κλέψαντι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέμμα κατά το κρυπτ-άδιος].