λυγιστός

From LSJ
Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek (Liddell-Scott)

λῠγιστός: -ή, -όν, κεκαμμένος, εὔκαμπτος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό λυγίζω
1. αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, εύκαμπτος
2. λυγισμένος, κεκαμμένος
3. φρ. «κουνιστός και λυγιστός» ή «σειστός και λυγιστός» — αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, ναζιάρης, σκερτσόζος.