τλησίπονος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τλησῐπονος Medium diacritics: τλησίπονος Low diacritics: τλησίπονος Capitals: ΤΛΗΣΙΠΟΝΟΣ
Transliteration A: tlēsíponos Transliteration B: tlēsiponos Transliteration C: tlisiponos Beta Code: tlhsi/ponos

English (LSJ)

ον,

   A patient of toil, Opp.C.4.4, H.1.35.

German (Pape)

[Seite 1123] Arbeit oder Mühsal ertragend, standhaft aushaltend; Nonn. D. 9, 301; Opp. Cyn. 4, 4 und Hal. 1, 35.

Greek (Liddell-Scott)

τλησίπονος: -ον, ὁ ὑπομένων τοὺς κόπους, καρτερικός, Ὀππ. Κυν. 4. 4, Ἁλ. 1. 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τλησίπονος· τολμηρός, καρτερικός».

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που υπομένει κόπους και ταλαιπωρίες, καρτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη-σι- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) + πόνος (πρβλ. λυσί-πονος)].