τεραμότης

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A softness, Thphr.CP4.12.10.

German (Pape)

[Seite 1092] ητος, ἡ, Weichheit, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰμότης: -ητος, ἡ, μαλακότης, ἁπαλότης, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 4. 12, 10.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α
η ιδιότητα του μαλακού, απαλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεράμων + κατάλ. -ότης (πρβλ. μείων: μειότης)].