μειότης

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειότης Medium diacritics: μειότης Low diacritics: μειότης Capitals: ΜΕΙΟΤΗΣ
Transliteration A: meiótēs Transliteration B: meiotēs Transliteration C: meiotis Beta Code: meio/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ,
A minimizing, A.D.Conj.250.9, 253.16.
II minority, Vett.Val.337.25.

Greek (Liddell-Scott)

μειότης: ἡ, ἐλλάττωσις, μειότητα ἢ ἐπίτασιν θαυμασμοῦ Ἀπολλωνίου περὶ Συνδ. 221, 19.

Greek Monolingual

μειότης, ἡ (Α)
1. μείωση, ελάττωση
2. μειοψηφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείων, κατά τα θηλ. σε -ότης].