Pass.,
A become brown, Thphr.HP3.15.6.
[Seite 275] = ξανθόομαι, Theophr., l. d.
ξανθύνομαι: παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ξανθός, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 15, 6.
ξανθύνομαι (Α) ξανθόςείμαι ή γίνομαι ξανθός, σκουραίνω.