σκουραίνω
From LSJ
Ν σκούρος
1. κάνω κάτι σκούρο, του δίνω σκούρο χρώμα
2. γίνομαι σκούρος, σκοτεινόχρωμος, μαυρειδερός (α. «το ασήμι σκουραίνει σιγά σιγά» β. «ο ουρανός άρχισε να σκουραίνει»)
3. μτφ. εξελίσσομαι άσχημα, πάω προς το χειρότερο, επιδεινώνομαι («άρχισαν να σκουραίνουν τα πράγματα»).