Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Full diacritics: ἐΰβροχος | Medium diacritics: ἐΰβροχος | Low diacritics: εΰβροχος | Capitals: ΕΫΒΡΟΧΟΣ |
Transliteration A: eǘbrochos | Transliteration B: eubrochos | Transliteration C: eyvrochos | Beta Code: e)u/+broxos |
ον,
A well-noosed, well-knit, ἅμμα AP6.179 (Arch.).
ἐΰβροχος, -ον (Α)
(για κυνηγετικό δίχτυ) αυτός που έχει πολλούς και στερεούς βρόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρόχος.