ἐΰβροχος

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐΰβροχος Medium diacritics: ἐΰβροχος Low diacritics: εΰβροχος Capitals: ΕΫΒΡΟΧΟΣ
Transliteration A: eǘbrochos Transliteration B: eubrochos Transliteration C: eyvrochos Beta Code: e)u/+broxos

English (LSJ)

ἐΰβροχον, well-noosed, well-knit, ἅμμα AP6.179 (Arch.).

Greek Monolingual

ἐΰβροχος, -ον (Α)
(για κυνηγετικό δίχτυ) αυτός που έχει πολλούς και στερεούς βρόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρόχος.