οὐδών

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδών Medium diacritics: οὐδών Low diacritics: ουδών Capitals: ΟΥΔΩΝ
Transliteration A: oudṓn Transliteration B: oudōn Transliteration C: oudon Beta Code: ou)dw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, a kind of

   A felt shoe, Poll.10.50: Dim. οὐδετερ-ώνιον Edict.Diocl. in IG5(1).1406.24 (Asine):—also οὐδωνάριον, Charis.1.552 K., Gloss.

German (Pape)

[Seite 411] ῶνος, ὁ, das lat. udo, eine Art Filz- oder Pelzschuh, Poll. 10, 50.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδών: -ῶνος, ὁ εἶδος ποδείων ἐκ πίλου, Λατιν. udo, Πολυδ. Ι´, 50.

Greek Monolingual

οὐδών, -ῶνος, ὁ (Α)
στον πληθ. οἱ οὐδῶνες
είδος εμβάδων, δηλ. παντοφλών («ἐπὶ τῶν ὀνομαζομένων οὐδώνων πίλους τριμίτους ἔξεστιν εἰπεῑν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης (πρβλ. και λατ. ūdo, -ōnis)].