πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
σείστης: -ου, ὁ, (σείω) ὁ σείων τήν γῆν, Ιω. Λυδ. π. Διοσημ. 54, ἔνθα ἐσφαλμένως φέρεται σειστής, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431, 432.
ο, Νβλ. σειστής.