ἀνέκτριπτος
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
English (LSJ)
ον,
A indelible, Poll.1.44.
German (Pape)
[Seite 221] f. l. für ἀνέκρυπτος, Poll. 1, 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέκτριπτος: -ον, ἀνεξάλειπτος, Πολυδ. Α΄, 44.
Spanish (DGE)
-ον indeleble λέγοις ἂν περὶ βεβαίου βαφῆς ... ἀ. Poll.1.44.