ἀναιρετήριος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον,
A = ἀναιρετικός, Tz. ad Hes.Op. 142.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιρετήριος: ὁ, = ἀναιρετικός, παρὰ Τζέτζ. εἰς Ἔργα κ. Ἡμ. Ἡσιόδ. 142.
Spanish (DGE)
-α, -ον
destructivo χαλκός Procl.ad Hes.Op.142 (exégesis de Tz.p.109).