νεφρώδης
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
ες,
A = νεφροειδής, Arist.PA670b13.
Greek (Liddell-Scott)
νεφρώδης: -ες, = νεφροειδής, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 16.
Greek Monolingual
νεφρώδης, -ῶδες (Α) νεφρός
νεφροειδής, με σχήμα νεφρού.