Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σμικρίνης

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

German (Pape)

[Seite 911] ὁ, ein kleinlich Geiziger, ein Filz, Knicker; Charactername des Geizhalses in der neuen griech. Comödie, wie Harpagon in der französischen; Jac. lect. Stob. p. 97; Mein. Menandr. p. 64. 565.

Greek (Liddell-Scott)

σμῑκρίνης: [κρῐ], ου, ὁ, ὁ περὶ σμικρῶν σκεπτόμενος, μικρολόγος, φιλάργυρος· κεῖται δὲ ὡς προσηγορικὸν ὄνομα ἐν τῇ νέᾳ κωμῳδίᾳ ὡς ἐν τῇ Γαλλικῇ τὸ Harpagon, Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 3, «Ἐπιτρ.» 5, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 43.

Greek Monolingual

ὁ, Α
άτομο που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, μικρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμικρός / μικρός + επίθημα -ίνης (πρβλ. Αισχ-ίνης)].