σκληροκέφαλος

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source

German (Pape)

[Seite 900] hartköpfig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν κεφαλήν, ἰσχυρογνώμων, Θεοφάν. Νόνν.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκληροκέφαλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
ισχυρογνώμονας, πεισματάρης, ξεροκέφαλος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σκληροκέφαλον
είδος αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -κέφαλος (< κεφαλή)].