μελάρρινος

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάρρῑνος Medium diacritics: μελάρρινος Low diacritics: μελάρρινος Capitals: ΜΕΛΑΡΡΙΝΟΣ
Transliteration A: melárrinos Transliteration B: melarrinos Transliteration C: melarrinos Beta Code: mela/rrinos

English (LSJ)

ον, (ῥινόν)

   A black-skinned, Nonn.D.14.395,al.

Greek (Liddell-Scott)

μελάρρῑνος: -ον, (ῥινὸν) ὁ ἔχων μέλαν δέρμα, Νόνν. 14. 395, κτλ.

Greek Monolingual

μελάρρινος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ῥίς, ῥινός (πρβλ. έν-ρινος)].