ξιφίνδα
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
English (LSJ)
Adv.
A sword-game, Theognost.Can.164.
Greek (Liddell-Scott)
ξιφίνδα: Ἐπίρρ., παιγνίδιόν τι διὰ τοῦ ξίφους ὡς τὸ ξιφισμός, Θεογνώστου Κανόν. 164. 31.
Greek Monolingual
ξιφίνδα (Μ)
επίρρ. φρ. «ξιφίνδα παίζειν» — παιχνίδι με ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτ-ίνδα, μοσχ-ίνδα)].