εἰλαπίνη

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ἡ,

   A solemn feast or banquet (Ath.8.362e), γάμοι τ' ἔσαν εἰλαπίναι τε Il.18.491; εἰλαπίνη ἠὲ γάμος, both opp. ἔρανος, Od.1.226, cf. E.Med.193 (lyr.), Hel.1337 (lyr.), Pl.Ax. 371d (pl.), A.R.1.13, Plu.2.169d (pl.), Ant.Lib.4.4, BGU1080.10 (iii A. D.); cf. ἐλλαπίνα.

Greek (Liddell-Scott)

εἰλᾰπίνη: ῐ, λαμπρὸν καὶ πολυτελὲς συμπόσιον, «τὰς θυσίας καὶ τὰς λαμπρὰς παρασκευὰς ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ εἰλαπίνας» Ἀθήν. 362Ε· γάμοι τ’ ἔσαν εἰλαπίναι τε Ἰλ. Σ. 491· εἰλαπίνη ἠὲ γάμος, ἔνθα ἀμφότερα ἀντιτίθενται πρὸς τὸ ἔρανος (ὃ ἴδε), Ὀδ. Α. 226· οὕτως Εὐρ. ἐν Μηδ. 193, Ἑλ. 1337, Πλούτ. 2. 169D, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
festin bruyant.
Étymologie: DELG étym. ignorée.