ἔσαν

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. épq. et ion. de εἰμί.

Russian (Dvoretsky)

ἔσαν: эп.-ион. (= ἦσαν) 3 л. pl. impf. к εἰμί.

Greek (Liddell-Scott)

ἔσαν: Ἐπικ. καὶ Ἰων. γ΄ Πληθ. παρατ. τοῦ εἰμί.

Greek Monotonic

ἔσαν: Επικ. και Ιων. αντί ἦσαν, γʹ πληθ. παρατ. του εἰμί (sum).