αἱμόρραντος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (ῥαίνω)
A blood-sprinkled, θυσίαι E.Alc.134 (anap), cf.IT225 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμόρραντος: -ον, (ῥαίνω) = ὁ ἐρραντισμένος δι’ αἵματος, βεβαμμένος αἵματι· θυσίαι, Εὐρ. Ἄλκ. 135· ξεῖνοι, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 225.