εὐλαβητικός

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλαβητικός Medium diacritics: εὐλαβητικός Low diacritics: ευλαβητικός Capitals: ΕΥΛΑΒΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: eulabētikós Transliteration B: eulabētikos Transliteration C: evlavitikos Beta Code: eu)labhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, c.gen.,

   A careful to avoid, Pl.Def. 412a; ὀρθοῦ ψόγου Stoic. ap. Stob.2.7.5b2.

German (Pape)

[Seite 1077] ή, όν, vorsichtig, ὧν χρή, Plat. defin. 412 a, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλᾰβητικός: -ή, -όν, φυλακτικός Πλάτ Ὅροι 412Α, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 106.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ εὐλαβητικός, -ή, -όν) ευλαβής
νεοελλ.-μσν.
ευλαβικός, ευσεβής («για μια ευλαβητικότατη κυρία, οπού αύριο θα κάμει αρτοπλασία», Λασκαρ.)
αρχ.
προσεκτικός, προφυλακτικός, προνοητικός («ἕξιν εὐλαβητικὴν τῆς ἐν τοῑς συμβαλλομένοις ἀδικίας», Στοβ.).
επίρρ...
ευλαβητικώς και -ά
με ευλάβεια.