ἀμπελοκομία

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

German (Pape)

[Seite 129] ἡ, Weinbau, Poll. 1, 224.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελοκομία: ἡ, ἡ τῆς ἀμπέλου καλλιέργεια, Πολυδ. (;) Wakef.

Greek Monolingual

η (Μ ἀμπελοκομία) ἀμπελοκόμος
η αμπελουργία.