θόλωμα

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442

German (Pape)

[Seite 1214] τό, = θολός, vom Dintenfische, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

θόλωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. Πονημ. 239. 55.

Greek Monolingual

το (Μ θόλωμα) θολώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του θολώνω, η θόλωση, η θολούρα
μσν.
αλλοίωση του χρώματος, θάμπωμα.