σταλτέον
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
A one must check, ib.7.
Greek (Liddell-Scott)
σταλτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ στέλλω, πρέπει τις νὰ περιστείλῃ ἢ ἀναχαιτίσῃ, Γαλην. ΙΙ. πρέπει τις νὰ κοσμήσῃ, στολίσῃ, Κλήμ. Ἀλ. 277.