στενόφλεβος

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενόφλεβος Medium diacritics: στενόφλεβος Low diacritics: στενόφλεβος Capitals: ΣΤΕΝΟΦΛΕΒΟΣ
Transliteration A: stenóphlebos Transliteration B: stenophlebos Transliteration C: stenoflevos Beta Code: steno/flebos

English (LSJ)

ον,

   A with narrow, small veins, Gal.1.339, Paul.Aeg.1.67.

Greek (Liddell-Scott)

στενόφλεβος: -ον, ὁ ἔχων στενὰς ἢ μικρὰς φλέβας, Γαλην.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει στενές φλέβες («ὀλίγαιμον καὶ στενόφλεβον ἐργάζεται τὸ σῶμα», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -φλεβος (< φλέψ, φλεβός), πρβλ. μεγαλό-φλεβος].