διαρίθμησις
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
English (LSJ)
εως, ἡ,
A reckoning up, χρημάτων Plu.2.27c; χρόνου Theo Sm.p.148H.
German (Pape)
[Seite 599] ἡ, das Herzählen, Herrechnen, Plut. de and. poet. 7.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰρίθμησις: -εως, ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀπαριθμεῖν ἀνὰ ἕν, Πλούτ. 2. 27C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
énumération détaillée.
Étymologie: διαριθμέω.