φιλοκακοῦργος
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
German (Pape)
[Seite 1280] gern Böses thuend, K. S., die auch das adv. φιλοκακούργως brauchen.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκᾰκοῦργος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ κακουργῇ, νὰ πράττῃ τὸ κακόν, καὶ ἐπίρρ. -γως, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 5, σ. 413Α, κλπ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που διαπράττει κακό με ευχαρίστηση.
επίρρ...
φιλοκακούργως Α
με αγάπη προς το έγκλημα, το κακούργημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + κακοῦργος.