αἰνῶ
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Mantoulidis Etymological
(=ἐπαινῶ, συγκατανεύω). Ἀπό τό αἶνος (= λόγος, μύθος). Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: αἴνεσις (=ὕμνηση), αἰνετέον, ἐπαινετέον, ἐπαινετής, ἐπαινετός, παραίνεσις, παραινετικός (=συμβουλευτικός).