ἐξαπαιτέω
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
strengthd. for ἀπαιτέω, dub. in Jul.Mis.349b (ἐξαπατῶσι codd.).
German (Pape)
[Seite 870] verstärktes ἀπαιτέω, Iulian.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπαιτέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἀπαιτέω, Ἰουλιαν. 349Β.
Spanish (DGE)
requerir, reclamar κἀκείνης (συνόδου) ... ἐξαπαιτούσης τὴν ... ἱστορίαν Phot.Bibl.95b29, en v. pas. c. ac. de rel. ἵνα ... τὰς τῆς κυριοκτονίας ἐξαπαιτηθεῖεν δίκας para que se les exigiera el castigo por la muerte del Señor, Cat.Act.Ap.4.28.