ἡλιοστερής
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
ές,
A depriving of sun, i.e. shading from the sun, epith. of the Thessalian hat, S.OC 313.
German (Pape)
[Seite 1163] ές, der Sonne beraubend, d. h. die Sonne abwehrend, Schatten machend, κυνῆ Θετταλίς Soph. O. C. 313.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιοστερής: -ές, ἀποστερῶν τὸν ἥλιον, δηλ. σκιάζων, ἐπίθ. τοῦ θεσσαλικοῦ πίλου, Σοφ. Ο. Κ. 313· ὁ Κοραῆς προτείνει ἡλιοστεγής, ὁ δὲ Nauck ἡλιοσκεπής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui protège contre le soleil (propr. qui prive du soleil).
Étymologie: ἥλιος, στερέω.