ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
[Seite 120] von schwarzem Angesicht, schwarzem Aussehen, Sp.
μελᾰνωπός: -όν, (ὢψ) μαυρειδερός, Μάρκελλ. Σιδήτ. 64.
-ή, -ό (Α μελανωπός, -ή, -όν) μέλας, -ανος]
αυτός που έχει μαύρη όψη, μαυρειδερός, σχεδόν μαύρος.