ἐνρήγνυμι
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
A break into:—Pass., discharge itself into, ἐς ἔντερον Aret. SA1.10. II intr. in pf. part. Act. ἐνερρωγώς, υῖα, ός, broken, κλῖναι IG11(2).199B90 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 851] (s. ῥήγνυμι), einreißen, einbrechen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνρήγνυμι: μέλλ. ἐνρήξω, ἐν παθ. φωνῇ, βίᾳ εἰσπίπτω, εἰσορμῶ, ἢν ἐς ἔντερον ἐνραγῇ (τὸ πῦον) Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 1. 10˙ - ῥήγνυμαι κατά τινος, Ἰω. Χρύσ. τ. 6. 536.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐρρ- Gal.18(2).347, M.Ant.6.20, Hld.1.12.2
I tr. romper en o con c. dat., en v. pas. κεφαλὴν ... τοῖς ... λίθοις ἐνραγεῖσαν Lib.Or.1.216, σιδήρῳ τεθηγμένῳ ἐνρηγνύμενος Ast.Am.Hom.8.23.2, abs. (ναῦς) ἐρραγεῖσα Gal.l.c.
II intr.
1 en part. perf. act. estar roto ἐνερρωγυῖαι κλῖναι IG 11(2).199B.90 (III a.C.).
2 de un fluido descargarse dentro ἢν (τὸ πῦον) ... ἐς ἔντερον ἐνραγῇ Aret.SA 1.10.5 (cód.).
3 en v. med.-pas. chocar, entrechocarse τῇ κεφαλῇ ἐρραγεὶς πληγὴν ἐποίησεν M.Ant.l.c., (ἵπποι δ' αὖτε κύνες) ζωοῖσι ... αἰὲν ἐνερρήγνυντο Q.S.13.460, cf. 14.518.
4 fig., en v. med.-pas. estallar, explotar ὡς ὀργῆς εἶχον ἐρραγείς Hld.l.c.