εὐπρόσιτος

From LSJ
Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρόσῐτος Medium diacritics: εὐπρόσιτος Low diacritics: ευπρόσιτος Capitals: ΕΥΠΡΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: euprósitos Transliteration B: euprositos Transliteration C: efprositos Beta Code: eu)pro/sitos

English (LSJ)

ον,

   A easy of access, of places, Str.12.3.11, Luc.VH2.44.    2 of persons, accessible, affable, agreeable, Gal.Anim.Pass.8, Alex.Aphr.in Top. 531.21, Man.5.288, Gp.2.44.2. Adv. -τως Poll.5.139.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρόσῐτος: -ον, ἐπὶ τόπου, εἰς ὃν εὐκόλως πλησιάζει τις, «εὐκολοπλησίαστος», Στράβ. 545. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 44. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐπρόσοδος, εὐπροσήγορος, Ἐκκλ.· εὐάρεστος, εὐχάριστος ἄνθρωπος, Μανέθων 5. 288· εὐπρόσδεκτος, Θεόδ. Στουδ. σ 315Β, Ἡσύχ.