κραδιαῖος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδιαῖος Medium diacritics: κραδιαῖος Low diacritics: κραδιαίος Capitals: ΚΡΑΔΙΑΙΟΣ
Transliteration A: kradiaîos Transliteration B: kradiaios Transliteration C: kradiaios Beta Code: kradiai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of or belonging to the heart: metaph., κόσμου κ. κύκλον Procl.H.1.6.    II made of fig-shoots, λίκνον Orph.Fr.199 (codd. Procl.); sed leg. το<ν> κ. Διόνυσον.

Greek (Liddell-Scott)

κραδιαῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὴν καρδίαν, Συνεσ. Ὕμν. 2. 29.

Greek Monolingual

(I)
κραδιαῑος, -αία, -ον (Α) κραδία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά («κραδιαῑόν τι λόχευμα», Συνέσ.).———————— (II)
κραδιαῑος, -αία, -ον (Α) κράδη
κατασκευασμένος από ξύλο συκιάς.